- παλαμναίας
- παλαμναί̱ᾱς , παλαμναῖοςone guilty of violencefem acc plπαλαμναί̱ᾱς , παλαμναῖοςone guilty of violencefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκατευθύνω — ΜΑ κατευθύνω συγχρόνως («συγκατευθύνειν τὸ δόρυ κατὰ πάσης παλαμναίας φάλαγγος ἀντιμάχου», Ευστ.) … Dictionary of Greek